ἀνίσου

ἀνίσου
ἄνισος
unequal
masc/fem/neut gen sg
ἀ̱νίσου , ἀνισόω
equalize
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνισόω
equalize
pres imperat act 2nd sg
ἀνί̱σου , ἀνισόω
equalize
imperf ind act 3rd sg
ἀνισόω
equalize
pres imperat act 2nd sg
ἀνισόω
equalize
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἀνισόω
equalize
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • неравьныи — (13) пр. 1.Неравный, неодинаковый: аще ли тако множаиша мѣста обрѧщютьсѧ въ нихъже обои прѣдѣли сѹть ˫ако не мощи равьныимъ раздѣлити числъмь тѣхъ мѣстъ неравьнѹ ‹сѹ›щю пьрвѣѥ раздѣл˫аѥтьсѧ равьна˫а числа (ἀνίσου) КЕ XII, 161а; Поне же моиси свою …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κακόκεντρο — (για γραμματόσημο) εκείνο τού οποίου η εικόνα αφήνει περιθώρια άνισου πλάτους σε σχέση με τη διάτρηση …   Dictionary of Greek

  • μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… …   Dictionary of Greek

  • Πουκεβίλ, Φρανσουά Σαρλ Iγκ Λοράν — (Pouqueville, Mερλερό, Nορμανδία 1770 – Παρίσι 1838). Γάλλος διπλωμάτης, λόγιος, φιλέλληνας και περιηγητής του ελληνικού χώρου. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι και από επιστημονικό ιατρικό ενδιαφέρον ακολούθησε, μαζί με τον δάσκαλό του Α. Ντιμπουά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”